κοίνωμα

κοίνωμα
κοίνωμα, τὸ (Α) [κοινώ]
1. ερωτική ομιλία, συνεύρεση, συνουσία
2. σύνδεσμος, αυλακωτός αρμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοινωμάτων — κοίνωμα intercourse neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινώμασι — κοίνωμα intercourse neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινώματα — κοίνωμα intercourse neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωμάτιο — το (Α κοινωμάτιον) νεοελλ. είδος αμφικέφαλου ήλου για μόνιμη ήλωση μεταλλικών ελασμάτων, κν. περτσίνι αρχ. σιδερένιος αρμός, δεσμός, σύνδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοίνωμα, τος + υποκορ. κατάλ. ιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”